Στενά στα εσθονικά

Μετάφραση: στενά, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sööt, lähedalt, hoolikalt, täpselt, tihedalt, tihedat
Στενά στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενά

στενά του ορμούζ, στενά του μαγγελάνου, στενά του κερτς, στενά παντελόνια, στενά της μάγχης, στενά λεξικό γλώσσας εσθονικά, στενά στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • στεγαστικός στα εσθονικά - ümbris, eluase, majutus, elamispind, eluaseme, korpus
  • στεγνός στα εσθονικά - kuiv, kuivatama, keemiline, kuiva, kuivas, kuivad
  • στενάζω στα εσθονικά - oigama, soiguma, kurtmine, oie, kaeblema
  • στενός στα εσθονικά - kitsas, kokkusurutud, tihe, kitsenema, lähedal, tihedas, lähedale, ...
Τυχαίες λέξεις
Στενά στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sööt, lähedalt, hoolikalt, täpselt, tihedalt, tihedat