Συναρπαστικός στα εσθονικά
Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeltülendav, põnev, põneva, põnevaid, põnevale, põnevat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, συναρπαστικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- συναρμολογώ στα εσθονικά - koostama, kogunema, võrdlema, võrdleb, võrrelda, kogub, koondada
- συναρμολόγηση στα εσθονικά - kogu, seade, sobiv, paigaldamise, paigaldamiseks, liitmiku, paigaldamise kohta
- συνασπισμός στα εσθονικά - koalitsioon, allianss, liit, blokk, penikoorem, koalitsiooni, koalitsioonis, ...
- συναυλία στα εσθονικά - kontsert, kooskõlastama, kontserdi, kontserdil, kontserti, concert
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: meeltülendav, põnev, põneva, põnevaid, põnevale, põnevat
Μεταφράσεις: meeltülendav, põnev, põneva, põnevaid, põnevale, põnevat