Συνεπώς στα εσθονικά

Μετάφραση: συνεπώς, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järelikult, seega, seetõttu, sellest tulenevalt, tulenevalt
Συνεπώς στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεπώς

συνεπώσ περιφέρεια, συνεπώς συνώνυμο, συνεπώσ αγγλικά, συνεπώς στα αγγλικά, συνεπώς συνώνυμα, συνεπώς λεξικό γλώσσας εσθονικά, συνεπώς στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συνεπής στα εσθονικά - täpne, terviklik, järjekindel, järjepidev, kooskõlas, järjepideva, järjekindla
  • συνεπαίρνω στα εσθονικά - transportima, transport, vedama, ergastab, innustada
  • συνεργάζομαι στα εσθονικά - koostööd tegema, koostööd, teevad, teha koostööd
  • συνεργάσιμος στα εσθονικά - kooperatiivne, koostöövalmis, ühistu, koostöö, koostööd, ühistute, koostööl
Τυχαίες λέξεις
Συνεπώς στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: järelikult, seega, seetõttu, sellest tulenevalt, tulenevalt