Τετριμμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kulunud, ilmalik, shopworn
Τετριμμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τετριμμένος

τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, τετριμμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • τετραπλασιάζω στα εσθονικά - neljakordne, neljakordistama, neljakordse, neljakordsed, neljakordsete, quadruple
  • τετραπλός στα εσθονικά - neljakordne, neljakordistatus, neljakordistatud, neljaga korrutama, neljas eksemplaris, neljas eksemplaris koostama
  • τεφροειδής στα εσθονικά - tuhakarva, saarepuust, tefroeidis
  • τεφρώδης στα εσθονικά - tuhakarva, tuhane, Tuhakihiga, Ashy, häbelik, tuhkjas
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kulunud, ilmalik, shopworn