Υποκινώ στα εσθονικά
Μετάφραση: υποκινώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ässitama, ärgitus, Abistab, abet, kaasa aitamisel, sellele kaasa aitamisel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκινώ
υποκινώ λεξικό, υποκινώ συνώνυμο, υποκινώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, υποκινώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- υποκειμενικότητα στα εσθονικά - subjektiivsus, subjektiivsuse, subjektiivsust, subjektiivne, subjektiivsusest
- υποκινητής στα εσθονικά - julgustaja, utsitaja, liikuja, tegutseja, tulija, mover, turuletulija
- υποκοριστικός στα εσθονικά - miniatuurne, deminutiiv, tilluke, ypokoristikos
- υποκρισία στα εσθονικά - silmakirjalikkus, vagatsemine, sõnakõlks, argoo, silmakirjalikkuse, silmakirjalikkust, silmakirjalik, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποκινώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ässitama, ärgitus, Abistab, abet, kaasa aitamisel, sellele kaasa aitamisel
Μεταφράσεις: ässitama, ärgitus, Abistab, abet, kaasa aitamisel, sellele kaasa aitamisel