Υπόκωφος στα εσθονικά
Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sissevajunud, õõs, älves, õõnes, õõnsad, õõnsa, õõnsate, hollow
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόκωφος
υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας εσθονικά, υπόκωφος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- υπόδικος στα εσθονικά - süüalune, vastaja, kostja, vastustaja, küsitletav, andmeesitaja
- υπόθεση στα εσθονικά - äri, taevaminemispüha, armulugu, asi, karp, aine, eeldus, ...
- υπόλειμμα στα εσθονικά - meene, järg, rada, treng, reliikvia, jääk, jääkide, ...
- υπόληψη στα εσθονικά - lugupidamine, austus, maine, mainet, reputatsioon, reputatsiooni, mainele
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sissevajunud, õõs, älves, õõnes, õõnsad, õõnsa, õõnsate, hollow
Μεταφράσεις: sissevajunud, õõs, älves, õõnes, õõnsad, õõnsa, õõnsate, hollow