Φαρμακερός στα εσθονικά
Μετάφραση: φαρμακερός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nakatamisvõimeline, venomed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαρμακερός
φαρμακερός λεξικό γλώσσας εσθονικά, φαρμακερός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- φαρδύς στα εσθονικά - silmus, lai, tots, Wide, laia, suur, laias
- φαρμακείο στα εσθονικά - apteek, farmaatsia, ravimitööstus, rohupood, apteegi, apteegis, apteeki
- φαρμακευτικός στα εσθονικά - farmatseutiline, farmatseutilise, farmatseutiliste, farmatseutilised, farmatseutilisi
- φαρμακοποιός στα εσθονικά - apteeker, farmatseut, elundravi, apteek, apothecary, apteeki
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακερός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nakatamisvõimeline, venomed
Μεταφράσεις: nakatamisvõimeline, venomed