Άναυδος στα ισλανδικά
Μετάφραση: άναυδος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dumbfounded
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άναυδος
άναυδος συνώνυμο, άναυδος blog, άναυδος λεξικο, άναυδος έμεινε το μεσημέρι ένας ψαράς στην πρέβεζα όταν διαπίστωσε, άναυδος ετυμολογία, άναυδος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, άναυδος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- άμυνα στα ισλανδικά - vörn, varnir, varnarmálum, varnarmála, vörnin
- άναρθρος στα ισλανδικά - inarticulate
- άνδρας στα ισλανδικά - karl, maður, drengur, karlmaður, maðurinn, mann, maðr
- άνεμος στα ισλανδικά - vindur, liðast, vindurinn, vindi, vindinn, vind
Τυχαίες λέξεις
Άναυδος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dumbfounded
Μεταφράσεις: dumbfounded