Έκδοση στα ισλανδικά

Μετάφραση: έκδοση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mál, málið, tölublað, útgáfu, málefni
Έκδοση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκδοση

έκδοση αφμ, έκδοση πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, έκδοση ταυτότητας, έκδοση κάρτας ανεργίας, έκδοση διαβατηρίου δικαιολογητικά 2014, έκδοση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έκδοση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έκβαση στα ισλανδικά - afleiðing, niðurstaða, niðurstöðu, niðurstaðan, útkoman, niðurstöður
  • έκδηλος στα ισλανδικά - bersýnilegur, auðséður, farmskrá, augljóst, í ljós, augljósa, augljós
  • έκζεμα στα ισλανδικά - exem, exemið, exemi
  • έκθεμα στα ισλανδικά - Sýningin, sýna, sýningarsvæði, sýning
Τυχαίες λέξεις
Έκδοση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mál, málið, tölublað, útgáfu, málefni