Αγγίζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snerta, snertir, að snerta, snertingu, snerti
Αγγίζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγγίζω

αγγίζω συνώνυμο, αγγίζω το ξυράφι λίγο λίγο στάζει αίμα και μου φαίνεται αστείο, αγγίζω παιγνιοθεραπεία, αγγίζω αγγλικά, αγγίζω στα αγγλικά, αγγίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αγγίζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγαπητός στα ισλανδικά - kær, dýr, kæri, Ágæti, Dear, kæru, yndi
  • αγαπώ στα ισλανδικά - ást, unna, elska, elskar, elskum, love
  • αγγαρεία στα ισλανδικά - húsverk, húsverk til
  • αγγείο στα ισλανδικά - ílát, vasi
Τυχαίες λέξεις
Αγγίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: snerta, snertir, að snerta, snertingu, snerti