Αδιάκοπος στα ισλανδικά
Μετάφραση: αδιάκοπος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðstöðulaus, unceasing, stanslausa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδιάκοπος
αδιάκοπος συνώνυμα, αδιάκοπος συνώνυμο, αδιάκοπος στα αγγλικά, αδιάκοπος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αδιάκοπος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αδιάβροχος στα ισλανδικά - vatnsheldur, vatnsþétt, vatnsheld, vatnshelt
- αδιάθετος στα ισλανδικά - lasleika, illa, vanlíðan, vanlíðunar, ekki vel
- αδιάκριτος στα ισλανδικά - forvitinn, snooper
- αδιάλλακτος στα ισλανδικά - intransigent
Τυχαίες λέξεις
Αδιάκοπος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: viðstöðulaus, unceasing, stanslausa
Μεταφράσεις: viðstöðulaus, unceasing, stanslausa