Ακονίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvessa, brýna, skerpa, að skerpa, skerpt, er skerpt, skerpa á
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακονίζω
ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακονίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ακολουθία στα ισλανδικά - röð, runa, röð sem, röðin, runu
- ακολουθώ στα ισλανδικά - fylgja, að fylgja, fylgdu, fylgir, fylgst
- ακουμπώ στα ισλανδικά - halla, horaður, snerta, snertir, að snerta, snertingu, snerti
- ακουστική στα ισλανδικά - hljóðvistar, Hljóðvist, hljómburð, Hljóðtækni, hljómburður
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hvessa, brýna, skerpa, að skerpa, skerpt, er skerpt, skerpa á
Μεταφράσεις: hvessa, brýna, skerpa, að skerpa, skerpt, er skerpt, skerpa á