Αμείβω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αμείβω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
launa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμείβω
αμείβω αμοιβή, αμείβω κλιση, αμείβω ή αμείβω, αμείβω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αμείβω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αμβλύς στα ισλανδικά - bitlaus, daufa, illa, sljór, leiðinleg, leiðinlegur
- αμβροσία στα ισλανδικά - Ambrosia, Ambrósía
- αμελητέος στα ισλανδικά - hverfandi, óveruleg, óverulegt, óverulegur, lítil sem engin
- αμελώ στα ισλανδικά - skimp, skimp ekki, að skimp
Τυχαίες λέξεις
Αμείβω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: launa
Μεταφράσεις: launa