Ανάφλεξη στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανάφλεξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brennsla, kviknar, íkveikju, bílnum, kveikju, kveikjurofanum
Ανάφλεξη στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάφλεξη

ανάφλεξη συνέντευξη, αυθόρμητη ανάφλεξη, ανάφλεξη υδρογόνου, ηλεκτρονική ανάφλεξη, πιεζοηλεκτρική ανάφλεξη, ανάφλεξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανάφλεξη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάσταση στα ισλανδικά - upprisa, upprisu, upprisan, til upprisa, upprisa sé
  • ανάστημα στα ισλανδικά - byggja, hlaða, vexti, vöxt ok afl ok
  • ανάχωμα στα ισλανδικά - bakki, banki, haug, MOUND, hauginn
  • ανέγερση στα ισλανδικά - stinning, reisn, uppsetning, stinningu, standpína
Τυχαίες λέξεις
Ανάφλεξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: brennsla, kviknar, íkveikju, bílnum, kveikju, kveikjurofanum