Ανέγερση στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανέγερση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stinning, reisn, uppsetning, stinningu, standpína
Ανέγερση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανέγερση

ανέγερση μουσείου μεσσαράς ηράκλειο, ανέγερση κτιρίου σε οικόπεδο τρίτου, ανέγερση κατοικίας, ανέγερση κατοικίας κόστος, ανέγερση σχολείων, ανέγερση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανέγερση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάφλεξη στα ισλανδικά - brennsla, kviknar, íkveikju, bílnum, kveikju, kveikjurofanum
  • ανάχωμα στα ισλανδικά - bakki, banki, haug, MOUND, hauginn
  • ανέκδοτο στα ισλανδικά - smásaga, anecdote
  • ανέκφραστος στα ισλανδικά - deadpan
Τυχαίες λέξεις
Ανέγερση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stinning, reisn, uppsetning, stinningu, standpína