Αναβλύζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αναβλύζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jæja, frískur, heilsugóður, gjósa, vel, gush
Αναβλύζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβλύζω

αναβλύζω λεξικό, αναβλύζω αοριστος, αναβλύζω συνώνυμο, αναβλύζω συνώνυμα, αναβλύζω βικιλεξικο, αναβλύζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναβλύζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναβαθμίζω στα ισλανδικά - uppfærsla, uppfæra, uppfærslu
  • αναβιώνω στα ισλανδικά - endurlífga, að endurlífga, lífga, endurvekja, endurnýja
  • αναβολή στα ισλανδικά - frestun, fresta, frestunin, frests, að seinka
  • αναβοσβήνω στα ισλανδικά - blikka, blikkar, blikki, blikka á, að blikka
Τυχαίες λέξεις
Αναβλύζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: jæja, frískur, heilsugóður, gjósa, vel, gush