Αντιφάσκω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αντιφάσκω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tergiversate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιφάσκω
φάσκω αντιφάσκω, αντιφάσκω συνωνυμο, αντιφάσκω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αντιφάσκω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αντιτίθεμαι στα ισλανδικά - mótmæla, hlut til, hlut til að, hlut að, mótmæla að
- αντιτείνω στα ισλανδικά - demur
- αντιφατικός στα ισλανδικά - misvísandi, mótsögn, stangast, mótsagnakennd, misvísandi niðurstöður
- αντλία στα ισλανδικά - dæla, dælu, dælan, dælunni, dæluna
Τυχαίες λέξεις
Αντιφάσκω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tergiversate
Μεταφράσεις: tergiversate