Αποβλέπω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stefna, beina, markmið, markmiðum, Markmiðið, markmiðin, Markmiðið með
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποβλέπω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα ισλανδικά - reka, losna, losna við, að losna, að losna við
- αποβλάκωση στα ισλανδικά - stupefaction
- αποβλακώνω στα ισλανδικά - stupefy
- αποβολή στα ισλανδικά - fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stefna, beina, markmið, markmiðum, Markmiðið, markmiðin, Markmiðið með
Μεταφράσεις: stefna, beina, markmið, markmiðum, Markmiðið, markmiðin, Markmiðið með