Αποβλακώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αποβλακώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stupefy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλακώνω
αποβλακώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποβλακώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αποβλάκωση στα ισλανδικά - stupefaction
- αποβλέπω στα ισλανδικά - stefna, beina, markmið, markmiðum, Markmiðið, markmiðin, Markmiðið með
- αποβολή στα ισλανδικά - fóstureyðing, fóstureyðingu, fósturlát, fóstureyðingar, í fóstureyðingu
- απογοήτευση στα ισλανδικά - vonbrigði, gert, hefur gert, vonbrigðum
Τυχαίες λέξεις
Αποβλακώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stupefy
Μεταφράσεις: stupefy