Αταβισμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: αταβισμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atavism
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αταβισμός
αταβισμός ετυμολογια, αταβισμός ορισμος, αριβισμός συνωνυμο, αταβισμός εννοια, πολιτικός αριβισμός, αταβισμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αταβισμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ατάσθαλος στα ισλανδικά - óregla, óreglulegar, óreglu, óeðlilegir, óeðlilegir þættir
- ατέλεια στα ισλανδικά - ófullkomleika
- αταβιστικός στα ισλανδικά - atavistic
- αταξία στα ισλανδικά - slingur, hreyfiglöp, ósamhæfðar hreyfingar, ósamhæfðar vöðvahreyfingar, óregluhreyfingar
Τυχαίες λέξεις
Αταβισμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: atavism
Μεταφράσεις: atavism