Ατομικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: ατομικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einstakur, einstaklingur, einstök, einstakra, maðurinn, einstaklingurinn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατομικός
ατομικός λέβητας αερίου, ατομικός αριθμός οξυγόνου, ατομικός λογαριασμός ασφάλισης, ατομικός αριθμός, ατομικός φάκελος οπλίτη, ατομικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ατομικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ατομικά στα ισλανδικά - sig, fyrir sig, sérstaklega, ein, hvert
- ατομικισμός στα ισλανδικά - einstaklingshyggja, Einstaklingshyggju
- ατομικότητα στα ισλανδικά - einstaklingseinkenni, einstaklingshyggja, sjálfstæði, einstaklingshyggja er
- ατονία στα ισλανδικά - veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi
Τυχαίες λέξεις
Ατομικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einstakur, einstaklingur, einstök, einstakra, maðurinn, einstaklingurinn
Μεταφράσεις: einstakur, einstaklingur, einstök, einstakra, maðurinn, einstaklingurinn