Ατροφία στα ισλανδικά

Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rýrnun, visnun
Ατροφία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατροφία

ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ατροφία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ατονώ στα ισλανδικά - veikleiki, máttleysi, slappleiki, veikleika, þróttleysi
  • ατραξιόν στα ισλανδικά - fara, aka, reið, ríða, aðdráttarafl, áhugaverðra staða, aðdráttaraflið
  • ατσάλι στα ισλανδικά - stál, stáli, úr stáli
  • ατσαλένιος στα ισλανδικά - stál
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rýrnun, visnun