Βαθούλωμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dælda, ann, DENT, bundið, ur, beygla
Βαθούλωμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα

βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βαθούλωμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαθουλωμένος στα ισλανδικά - dæld, holur, beyglaðir, dented
  • βαθουλώνω στα ισλανδικά - dælda, ann, DENT, bundið, ur, beygla
  • βαθυστόχαστος στα ισλανδικά - djúpstæð, mikil, dýpri, djúpur, gríðarleg
  • βαθύς στα ισλανδικά - djúpur, dimmur, djúpt, djúp, djúpum, langt
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dælda, ann, DENT, bundið, ur, beygla