Βελτιώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: βελτιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meliorate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βελτιώνω
βελτιώνω συνώνυμο, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω αντώνυμο, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω αντίθετο, βελτιώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βελτιώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- βελτίωση στα ισλανδικά - bati, endurbót, framför, bæta, umbætur, framfarir
- βελτιώνομαι στα ισλανδικά - batna, endurbæta, bæta, meliorate
- βελόνα στα ισλανδικά - nál, nálinni, nálin, nálina, nálar
- βενζίνη στα ισλανδικά - gas, bensín, bensíni
Τυχαίες λέξεις
Βελτιώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: meliorate
Μεταφράσεις: meliorate