Γλυπτό στα ισλανδικά

Μετάφραση: γλυπτό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skúlptúr, höggmynd, höggmyndalist, Skúlptúrinn, Verkið
Γλυπτό στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γλυπτό

γλυπτό δεθ, γλυπτό corten, γλυπτό δρομέας, γλυπτό πρωτοψάλτη, γλυπτό του ροντέν, γλυπτό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γλυπτό στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • γλυκύτητα στα ισλανδικά - sætleik, sætleiki
  • γλυπτική στα ισλανδικά - skúlptúr, höggmynd, höggmyndalist, Skúlptúrinn, Verkið
  • γλωσσικός στα ισλανδικά - tungumála, tungumálum, tungumálaaðstoð, tungumálareynsla, tungumálakunnáttu
  • γλωσσολογία στα ισλανδικά - málvísindi, málvísinda, of málvísindi, Linguistics
Τυχαίες λέξεις
Γλυπτό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skúlptúr, höggmynd, höggmyndalist, Skúlptúrinn, Verkið