Δίκη στα ισλανδικά
Μετάφραση: δίκη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugraun, raun, prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίκη
δίκη μάριου παπαγεωργίου, δίκη παπαγεωργόπουλου, δίκη υπεξαίρεσης, δίκη της δευτέρας, δίκη προθέσεων, δίκη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δίκη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δίκαια στα ισλανδικά - heldur, nokkuð, frekar, tiltölulega, sæmilega, fremur
- δίκαιος στα ισλανδικά - ljós, réttlátur, fagur, einmitt, bara, sanngjarn, sanngjörn, ...
- δίκτυο στα ισλανδικά - kerfi, net, netið, símkerfið, netinu, neti
- δίλημμα στα ισλανδικά - ógöngur, vandamál, vandamáli, Dilemma, vanda
Τυχαίες λέξεις
Δίκη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hugraun, raun, prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni
Μεταφράσεις: hugraun, raun, prufa, rannsókn, réttarhald, réttarhöldin, rannsókninni