Δίνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: δίνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hönd, gefa, að gefa, gefið, gefur, veita
Δίνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίνω

δίνω λαβή, δίνω συνώνυμα, δίνω το παρόν μου, δίνω το παρόν, δίνω κλίση, δίνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δίνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίλημμα στα ισλανδικά - ógöngur, vandamál, vandamáli, Dilemma, vanda
  • δίνη στα ισλανδικά - Vortex, hringiðu, iðublandað, iðublandað með
  • δίοδος στα ισλανδικά - yfirferð, leið, framrás, göng, göngin
  • δίπλα στα ισλανδικά - hjá, hliðina, við hliðina, hliðina á, við hliðina á
Τυχαίες λέξεις
Δίνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hönd, gefa, að gefa, gefið, gefur, veita