Δαπανηρός στα ισλανδικά
Μετάφραση: δαπανηρός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dýr, dýrt, kostnaðarsamt, kostnaðarsöm, kostnaðarsamar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαπανηρός
δαπανηρός συνώνυμο, δαπανηρός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δαπανηρός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δαπάνες στα ισλανδικά - útgjöld, kostnaður, kostnað, kostnaði, kostar, kostnaðar
- δαπάνη στα ισλανδικά - kosta, útgjöld, verð, kostnað, kostnaður, gjald, gjöld, ...
- δασκάλα στα ισλανδικά - kennari, kennarinn, kennara, kennarar
- δασμοί στα ισλανδικά - skylda, skyldur, skyldum, gjöld, tolla, tollar
Τυχαίες λέξεις
Δαπανηρός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dýr, dýrt, kostnaðarsamt, kostnaðarsöm, kostnaðarsamar
Μεταφράσεις: dýr, dýrt, kostnaðarsamt, kostnaðarsöm, kostnaðarsamar