Δεσποτικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðríkur, snilldarlega, finna snilldarlega
Δεσποτικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσποτικός

δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δεσποτικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δεσμός στα ισλανδικά - atvik, skuldabréf, tengi, skuldabréfa, skuldabréfamarkaði, tengið
  • δεσποινίς στα ισλανδικά - sakna, ungfrú, fröken, Mademoiselle
  • δεσπόζω στα ισλανδικά - overtop
  • δευτερεύων στα ισλανδικά - efri, annar, annars stigs, framhaldsskóla, framhaldsskólastigi
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ráðríkur, snilldarlega, finna snilldarlega