Διάλλειμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: διάλλειμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bila, hrökkva, brotna, brjóta, frestur, Break, brot, brjótast, hlé
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάλλειμα
διάλειμμα συνώνυμα, διάλλειμα ή διάλειμμα, διάλειμμα ή διάλειμμα, διάλειμμα λεξικό, διάλλειμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διάλλειμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διάλεκτος στα ισλανδικά - mállýskum, mállýska
- διάλεξη στα ισλανδικά - fyrirlestur, Fyrirlesturinn, fyrirlestrinum, fyrirlestri, Erindi
- διάλογος στα ισλανδικά - viðræður, umræðu, samráð, samræður, skoðanaskipti
- διάλυμα στα ισλανδικά - lausn, lausnin, lausnina, lausninni
Τυχαίες λέξεις
Διάλλειμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bila, hrökkva, brotna, brjóta, frestur, Break, brot, brjótast, hlé
Μεταφράσεις: bila, hrökkva, brotna, brjóta, frestur, Break, brot, brjótast, hlé