Διαγωνιζόμενος στα ισλανδικά

Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
keppandi, keppandinn, keppanda, keppenda, keppendur
Διαγωνιζόμενος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος

διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαγωνιζόμενος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαγωγή στα ισλανδικά - tilburðir, far, framferði, hegðun, háttsemi, framkvæmd, framkoma
  • διαγωνίζομαι στα ισλανδικά - keppa, diagonizomai
  • διαγωνισμός στα ισλανδικά - keppni, Keppnin, Contest, Samkeppnin, keppnina
  • διαδήλωση στα ισλανδικά - sýning, kynningu, sönnun, sýnidæmi, sýnikennslu
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: keppandi, keppandinn, keppanda, keppenda, keppendur