Διακόπτω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stöðva, trufla, gera hlé, hlé, gera hlé á, hlé á
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακόπτω
διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διακόπτω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διακυμαίνομαι στα ισλανδικά - sveiflast, sveiflur, sveiflast í, sveiflist, að sveiflast
- διακόπτης στα ισλανδικά - rofi, skipta, skipt, kveikja, skipta yfir
- διακόρευση στα ισλανδικά - diakorefsi
- διακύμανση στα ισλανδικά - sveiflur, flökt, sveiflu, sveiflur á, vikmörk
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stöðva, trufla, gera hlé, hlé, gera hlé á, hlé á
Μεταφράσεις: stöðva, trufla, gera hlé, hlé, gera hlé á, hlé á