Διαστολή στα ισλανδικά

Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stækkun, útrás, útþensla, vöxtur, útbreiðslu
Διαστολή στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαστολή

διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαστολή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διασταλτός στα ισλανδικά - dilatable
  • διασταύρωση στα ισλανδικά - gatnamót, mótum, Junction, tengibox, vegamót, samtenging
  • διαστρεβλώνω στα ισλανδικά - garble
  • διασυρμός στα ισλανδικά - háð, niðurlæging, vilification
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stækkun, útrás, útþensla, vöxtur, útbreiðslu