Δικάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómari, dæma, dómarinn, dómara
Δικάζω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δικάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα ισλανδικά - síast, síast inn, síast inn í, æxlis, að síast inn
  • διθυραμβικός στα ισλανδικά - geisa, dithyrambic
  • δικαίωμα στα ισλανδικά - rétt, hægri, réttur, til hægri, satt
  • δικαιοδοσία στα ισλανδικά - lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dómari, dæma, dómarinn, dómara