Διπλαρώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: διπλαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skarast, skörun, skörun á
Διπλαρώνω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλαρώνω

διπλαρώνω συνώνυμα, διπλαρώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διπλαρώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διοχετεύω στα ισλανδικά - holræsi, tæma, renna, að tæma, renni
  • διπλανός στα ισλανδικά - næsta húsi, í næsta húsi, hliðina, við hliðina
  • διπλασιάζω στα ισλανδικά - tvöfalda, geminate
  • διπλοκατοικία στα ισλανδικά - duplex, Tvíhliða, íbúð, tvíátta
Τυχαίες λέξεις
Διπλαρώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skarast, skörun, skörun á