Δρομέας στα ισλανδικά

Μετάφραση: δρομέας, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlaupari, Runner, öðru sæti
Δρομέας στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δρομέας

δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δρομέας στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δριμύτητα στα ισλανδικά - alvarleiki, alvarleika, vægi, alvarlegri, harka
  • δρομάκι στα ισλανδικά - sundið, Alley, hlaupastígur, eða kanóar, húsasund
  • δρομολόγιο στα ισλανδικά - ferðaáætlun, Ferðalisti, Ferðalýsing, ferðaáætlunina, Ferðalista
  • δροσερός στα ισλανδικά - ferskur, afkæla, flott, kaldur, svalt, kúl, töff
Τυχαίες λέξεις
Δρομέας στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hlaupari, Runner, öðru sæti