Δόκιμος στα ισλανδικά
Μετάφραση: δόκιμος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Cadet, vatnastrákur, Rookie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόκιμος
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός wiki, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μισθός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μονιμοποίηση, δόκιμος αξιωματικός, δόκιμος όρος, δόκιμος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δόκιμος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δωσιδικία στα ισλανδικά - lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
- δόγμα στα ισλανδικά - kenningu, kenning, kenningar, Kenningin, kenninguna
- δόλιος στα ισλανδικά - liggja í leyni, lurking, liggja í leyni í, sem bíður, leyni
- δόλος στα ισλανδικά - svik, sviksemi, blekkingar
Τυχαίες λέξεις
Δόκιμος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Cadet, vatnastrákur, Rookie
Μεταφράσεις: Cadet, vatnastrákur, Rookie