Εγχάραξη στα ισλανδικά
Μετάφραση: εγχάραξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áletrun, leturgröftur, málmgreftri
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγχάραξη
εγχάραξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εγχάραξη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εγκυμοσύνη στα ισλανδικά - meðganga, þungun, meðgöngu, þungun á, Meðganga Ekki
- εγκόσμιος στα ισλανδικά - mundane, hversdagsleg, hversdagslegri, hversdagslega, hversdagslegt
- εγχείρημα στα ισλανδικά - verkefni, verkefnið, verkefninu, verkefnisins, verkefnastjórnun
- εγχείρηση στα ισλανδικά - skurðaðgerð, aðgerð, skurðlækningar, skurðaðgerðir, aðgerðin
Τυχαίες λέξεις
Εγχάραξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áletrun, leturgröftur, málmgreftri
Μεταφράσεις: áletrun, leturgröftur, málmgreftri