Ελάττωμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
galli, galla, gallinn, gallar, galli heldur
Ελάττωμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελάττωμα

ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ελάττωμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκών στα ισλανδικά - gjarna, Willy
  • ελάσσων στα ισλανδικά - minniháttar, minni háttar, lítil, lítið, háttar
  • ελάττωση στα ισλανδικά - lækkun, minnkun, minnka, draga, að minnka
  • ελάφι στα ισλανδικά - dádýr, DEER, hjörtur, Hreindýrin, hjartardýrum
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: galli, galla, gallinn, gallar, galli heldur