Εμφυσώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innræta, inculcate
Εμφυσώ στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυσώ

εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμφυσώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εμφατικός στα ισλανδικά - emphatic
  • εμφιαλώνω στα ισλανδικά - flaska, flöskur, flöskum, glös
  • εμφυτεύω στα ισλανδικά - fræ, vefjalyfið, liðskipti, vefjalyf, í vef, vefjalyfi
  • εμψυχώνω στα ισλανδικά - reanimate
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: innræta, inculcate