Εναιώρημα στα ισλανδικά
Μετάφραση: εναιώρημα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εναιώρημα
εναιώρημα ορισμός, πόσιμο εναιώρημα, εναιώρημα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εναιώρημα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εναγής στα ισλανδικά - stefnandi, stefnanda, sóknaraðili, kærandi
- εναγόμενος στα ισλανδικά - stefndi, stefnda, varnaraðili, ákærði, ákærða
- εναιώρημα στα ισλανδικά - dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun
- εναλλάσσω στα ισλανδικά - varamaður, varamann, varafulltrúi, til skiptis, varamaÃ
- εναλλαγή στα ισλανδικά - víxl, umskipti, skiptis, til skiptis
Τυχαίες λέξεις
Εναιώρημα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun
Μεταφράσεις: dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun