Ενθουσιώδης στα ισλανδικά
Μετάφραση: ενθουσιώδης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
geisa, áhugasamari, ákafur, áhugasamir, áhugasamur, spennt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενθουσιώδης
ενθουσιώδης συνωνυμα, ενθουσιώδης κλιση, ενθουσιώδης συνωνυμο, ενθουσιώδης ορισμός, ενθουσιώδης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενθουσιώδης στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ενθουσιασμένος στα ισλανδικά - ákafur, spennt, spenntur, bráður, spenntir, spennandi
- ενθουσιασμός στα ισλανδικά - eldhugi, ákafi, eldmóð, áhugi, áhuga, eldmóður
- ενθύμιο στα ισλανδικά - Memento
- ενιαίος στα ισλανδικά - United, sameinuð, sameinaðir, Sameinuðu, sameinast
Τυχαίες λέξεις
Ενθουσιώδης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: geisa, áhugasamari, ákafur, áhugasamir, áhugasamur, spennt
Μεταφράσεις: geisa, áhugasamari, ákafur, áhugasamir, áhugasamur, spennt