Εξάπλωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breiða, breiða út, að breiða út, að dreifa, að breiða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξάπλωση
εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξάπλωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εξάμηνο στα ισλανδικά - hálft ár, hálfs árs, hálfu ári, helmingi ársins
- εξάνθημα στα ισλανδικά - bráður, útbrot, útbrotum, útbrot með, útbrot á
- εξάπτω στα ισλανδικά - espa, Excite, að espa, örva, að örva
- εξάρθρωση στα ισλανδικά - liðhlaup
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: breiða, breiða út, að breiða út, að dreifa, að breiða
Μεταφράσεις: breiða, breiða út, að breiða út, að dreifa, að breiða