Επίθεση στα ισλανδικά
Μετάφραση: επίθεση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθεση
επίθεση τύπου ddos, επίθεση στο συρμό 123, επίθεση δέχτηκε πριν λίγη ώρα ο πρωθυπουργός α. σαμαράς έξω από το μέγαρο μουσικής, επίθεση στο συρμό, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίθεση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επίδομα στα ισλανδικά - gefa, veiting, veita, styrkur, gæði, Vasapeningar, vasapeninga, ...
- επίδραση στα ισλανδικά - áhrif, áhrifin, áhrifum, verkun, áhrifa
- επίθετο στα ισλανδικά - lýsingarorð, lýsingarorðið
- επίκαιρος στα ισλανδικά - baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið
Τυχαίες λέξεις
Επίθεση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum
Μεταφράσεις: áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum