Επίκαιρος στα ισλανδικά
Μετάφραση: επίκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίκαιρος
επίκαιρος translation, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιρος συνώνυμα, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επίκαιρος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επίθεση στα ισλανδικά - áhlaup, árás, ásækja, sókn, Attack, Árásin, sókn gegnum
- επίθετο στα ισλανδικά - lýsingarorð, lýsingarorðið
- επίκληση στα ισλανδικά - ákall
- επίκριση στα ισλανδικά - gagnrýni, gagnrýnin, ádeila
Τυχαίες λέξεις
Επίκαιρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið
Μεταφράσεις: baugi, útvortis, staðbundin, staðbundna, staðbundið