Επανορθώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: επανορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiðrétta, bæta úr, lagfæra, að bæta úr, ráða bót
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επανορθώνω
επανορθώνω αγγλικά, επανορθώνω συνωνυμα, επανορθώνω συνωνυμο, επανορθώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επανορθώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- επανδρώνω στα ισλανδικά - maður, karl, karlmaður, drengur, epandrono
- επανεμφάνιση στα ισλανδικά - reappearance
- επανόρθωση στα ισλανδικά - horf, ráða bót, rétt horf
- επαρκής στα ισλανδικά - ærinn, nóg, fullnægjandi, nægilega, nægir, nægilegt
Τυχαίες λέξεις
Επανορθώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leiðrétta, bæta úr, lagfæra, að bæta úr, ráða bót
Μεταφράσεις: leiðrétta, bæta úr, lagfæra, að bæta úr, ráða bót