Εργατικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: εργατικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
iðinn, duglegir, iðjumaður, ötull
Εργατικός στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εργατικός

εργατικός νόμος, εργατικός αγώνας blogspot, εργατικός αγώνας, εργατικός κώδικας, εργατικός τουρισμός, εργατικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εργατικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εργασία στα ισλανδικά - erfiði, starf, hagnýting, atvinna, iðja, vinna, vinnu, ...
  • εργαστήριο στα ισλανδικά - rannsóknarstofu, Laboratory, Rannsóknarstofa, á rannsóknarstofu, Rannsóknarstofan
  • εργοδηγός στα ισλανδικά - gaffer
  • εργοδότης στα ισλανδικά - vinnuveitandi, vinnuveitanda, vinnuveitandinn, atvinnurekandi, atvinnurekanda
Τυχαίες λέξεις
Εργατικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: iðinn, duglegir, iðjumaður, ötull