Θεμιτός στα ισλανδικά
Μετάφραση: θεμιτός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögmæt, lögmætur, lögmætt, lögbundin, lögmætar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμιτός
θεμιτός ορισμός, θεμιτός συνώνυμο, θεμιτός ανταγωνισμός βικιπαιδεια, θεμιτός ανταγωνισμός, θεμιτός λεξικο, θεμιτός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θεμιτός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- θεματοφύλακας στα ισλανδικά - vörslufyrirtæki, Vörsluaðili, Vörsluaðilinn, vörsluaðila er, vörslufyrirtÃ|ki
- θεμελιώδης στα ισλανδικά - grundvallaratriði, grundvallar, grundvallarréttur, grundvallarbreyting, grundvallarréttindi
- θεολογία στα ισλανδικά - guðfræði, guðfræðin, hafði guðfræðin
- θεολόγος στα ισλανδικά - guðfræðingur
Τυχαίες λέξεις
Θεμιτός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lögmæt, lögmætur, lögmætt, lögbundin, lögmætar
Μεταφράσεις: lögmæt, lögmætur, lögmætt, lögbundin, lögmætar