Ιδίως στα ισλανδικά
Μετάφραση: ιδίως, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einkum, sérstaklega, sérlega, lagi, síst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδίως
ιδίως λεξικο, ιδίως συνώνυμα, ιδίως συνώνυμο, ιδίως λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ιδίως στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ιατρός στα ισλανδικά - læknir, doktor, læknirinn, lækni, Ritstjóri, læknis
- ιδέα στα ισλανδικά - hugsjón, hugmynd, hugtak, Hugmyndin
- ιδανικός στα ισλανδικά - fyrirmynd, hugsjón, tilvalið, tilvalin, kjörinn, fullkomna
- ιδεαλισμός στα ισλανδικά - hugsjónir, hugsjón
Τυχαίες λέξεις
Ιδίως στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einkum, sérstaklega, sérlega, lagi, síst
Μεταφράσεις: einkum, sérstaklega, sérlega, lagi, síst