Κατάλυμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατάλυμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsrúm, aðbúnaður, gisting, Herbergisfél, gistingu, húsnæði, gistirými
Κατάλυμα στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάλυμα

κατάλυμα συνώνυμα, κατάλυμα λεξικό, κατάλυμα σημασία, κατάλυμα ορισμόσ, κατάλυμα γαλλίασ ρόδοσ, κατάλυμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατάλυμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατάλογος στα ισλανδικά - listi, Listinn, lista, að listinn, listanum
  • κατάλοιπο στα ισλανδικά - afgangur, leifar, leifin, eftir stendur, leif, leifinni
  • κατάλυση στα ισλανδικά - efnahvarfa, Catalysis
  • κατάπληξη στα ισλανδικά - skelfing
Τυχαίες λέξεις
Κατάλυμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: húsrúm, aðbúnaður, gisting, Herbergisfél, gistingu, húsnæði, gistirými